μηλο-φόρος

μηλο-φόρος

μηλο-φόρος, Aepfel tragend; καρπός, Eur. Herc. fur. 396; Demeter, Paus. 1, 44, 3. Nach Ath. XII, 514 b heißen so auch die Soldaten von der Leibwache des Perserkönigs, weil sie goldene Aepfel als Knöpfe am untern Lanzenende trugen; vgl. D. Sic. 17, 59 u. Wessel. Her. 7, 41.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κριθοφόρος — ο (Α κριθοφόρος, ον) αυτός που παράγει κριθάρι («κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλο φόρος, οπωρο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

  • Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”