- μηλο-τρόφος
μηλο-τρόφος, Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλο-τρόφος, Schaafe nährend; Ἀσία, Archil. frg. 89; Aesch. Pers. 749; sp. D., wie Nonn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρέφω — ΝΜΑ, και θρέφω Ν, και δωρ. τ. τράφω Α 1. δίνω τροφή, ταΐζω (α. «τόν τρέφει με μέλι και με γάλα» β. «πότε σὲ εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν», ΚΔ) 2. δίνω άφθονη τροφή σε ζώο για να παχύνει (α. «τρέφει γουρούνια» β. «μῆλα... τρέφοι», Ομ. Οδ.) 3.… … Dictionary of Greek
μοσχοτρόφος — μοσχοτρόφος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, μηλο τρόφος] … Dictionary of Greek
φοινικοτρόφος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος, σταχυο τρόφος] … Dictionary of Greek
χηνοτρόφος — ο / χηνοτρόφος, ον, ΝΜΑ εκτροφέας χηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν / χήνα + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος, ὀρνιθο τρόφος)] … Dictionary of Greek
χοιροτρόφος — ο, ΝΑ, και χοιροτρόφος, η, Ν άτομο που εκτρέφει χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ἱππο τρόφος, μηλο τρόφος] … Dictionary of Greek
νοσοτρόφος — νοσοτρόφος, ὁ (Α) αυτός που περιποιείται ασθενή, νοσοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος] … Dictionary of Greek
ολιγοτρόφος — ὀλιγοτρόφος, ον (Α) αυτός που παρέχει λίγη τροφή («διαιτήμασι ὀλιγοτρόφοισι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
πορνοτρόφος — ον, Α αυτός που συντηρεί πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος] … Dictionary of Greek