- μηλο-πάρειος
μηλο-πάρειος, apselwangig, d. i. roth- oder rundwangig, bei Theocr. 26, 1 in dor. Form μᾱλοπάρῃος; Eust. 691, 52 erkl. ἁπαλοπάρῃος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλο-πάρειος, apselwangig, d. i. roth- oder rundwangig, bei Theocr. 26, 1 in dor. Form μᾱλοπάρῃος; Eust. 691, 52 erkl. ἁπαλοπάρῃος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπάρειος — εὐπάρειος, ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, ον αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος («εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο πάρειος, μηλο πάρειος] … Dictionary of Greek
μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») … Dictionary of Greek