- βολβίον
βολβίον, τό, dim. von βολβός, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολβίον, τό, dim. von βολβός, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολβίον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολβία — βολβίον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολβίων — βολβίον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek