- πρεσβεύτειρα
πρεσβεύτειρα, ἡ, die Gesandtinn, Opp. Cyn. 1, 464, vulg. πρεσβύτειρα, gegen das Metrum.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβεύτειρα, ἡ, die Gesandtinn, Opp. Cyn. 1, 464, vulg. πρεσβύτειρα, gegen das Metrum.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβεύτειρα — η, Α βλ. πρεσβευτής … Dictionary of Greek
πρεσβεύτειραν — πρεσβεύτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρεσβευτής — ο, ΝΑ, και κρητ. τ. πρεγγευτάς και πρεγγευτής και πρειγευτάς και πρειγευτής και πρεισγευτάς και πρεσγευτάς, θηλ. πρεσβεύτειρα, Α πρόσωπο που αναλαμβάνει το καθήκον να εκπροσωπήσει ένα κράτος σε άλλο κράτος, να διεξάγει διαπραγματεύσεις και να… … Dictionary of Greek