μηλείη

μηλείη

μηλείη, , ep. = Vorigem, Nic. Al. 230.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλείη — μήλειος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλείῃ — μήλειος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”