μολιβ-αχθής

μολιβ-αχθής

μολιβ-αχθής, ές, mit Blei beschwert, στάϑμη, Philps. 15 (VI, 103).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νουσαχθής — νουσαχθής, ές (Α) (ποιητ. τ.) βαριά άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. μολιβ αχθής οιν αχθής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”