μηλινόεις

μηλινόεις

μηλινόεις, εσσα, εν, = Vorigem, χροιή, Nic. Ther. 173.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλινόεις — μηλινόεις, εσσα, εν (Α) μηλινοειδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήλινος + κατάλ. όεις (πρβλ. λωτ όεις)] …   Dictionary of Greek

  • μηλινόεσσα — μηλινόεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”