- βολεύς
βολεύς, ὁ, der Werfer, Tzetz. Anteh. 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολεύς, ὁ, der Werfer, Tzetz. Anteh. 393.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιχθυβολεύς — ἰχθυβολεύς, έως, ὁ (Α) ιχθυβόλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + βολεύς (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αμφι βολεύς, ανα βολεύς] … Dictionary of Greek
καταβολεύς — καταβολεύς, έως, ὁ (Α) 1. ο ιδρυτής 2. αυτός που καταβάλλει χρήματα, αυτός που πληρώνει 3. στον πληθ. οἱ καταβολεῑς υπάλληλοι που συνέλεγαν τα οφειλόμενα προς το κράτος χρέη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καταβολ < καταβάλλω «ιδρύω, καταβάλλω χρήματα» +… … Dictionary of Greek
προβολέας — Συσκευή κατάλληλη να συγκεντρώνει το φως μιας πηγής σε δέσμη και να την κατευθύνει προς ορισμένη κατεύθυνση με σκοπό να φωτιστούν μακρινά αντικείμενα. Ο π. αποτελείται από οπτικές διατάξεις, ανακλώσες ή κατοπτρικές αν χρησιμοποιούνται κάτοπτρα,… … Dictionary of Greek