νοθευτής

νοθευτής

νοθευτής, , der Verfälscher, Procl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νοθευτής — ο (Α νοθευτής) [νοθεύω] αυτός που νοθεύει, που παραποιεί …   Dictionary of Greek

  • νοθευτής — ο θηλ. εύτρια αυτός που νοθεύει για να εξαπατήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοθευταί — νοθευτής one who adulterates masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νοθευτάς — νοθευτά̱ς , νοθευτής one who adulterates masc acc pl νοθευτά̱ς , νοθευτής one who adulterates masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλειμματάς — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 17 κάτ.) της Κεφαλονιάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ελειού Προνών του νομού Κεφαλληνίας. * * * ο (θηλ. ού) [άλειμμα] 1. αυτός που αλείφει κάτι 2. βουτυροπαραγωγός 3. έμπορος, νοθευτής τού βουτύρου …   Dictionary of Greek

  • Δαρμάριος, Ανδρέας — (16ος αι.). Βιβλιογράφος, καλλιγράφος και έμπορος ελληνικών χειρογράφων. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, σπούδασε στη σχολή της Σπάρτης και από το 1560 έζησε στη δυτική και βόρεια Ευρώπη, όπου ασχολήθηκε με την επιγραφή και την πώληση κωδίκων. Ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”