- βολιστικός
βολιστικός, mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολιστικός, mit Netzen zu fangen, Plut. sol. an. 26.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βολιστικός — ή, ό (Α βολιστικός, ή, όν) [βολίζω] νεοελλ. ο σχετικός με τη βόλιση αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί στο δίχτυ … Dictionary of Greek
βολιστικά — βολιστικός to be caught by the casting net neut nom/voc/acc pl βολιστικά̱ , βολιστικός to be caught by the casting net fem nom/voc/acc dual βολιστικά̱ , βολιστικός to be caught by the casting net fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολιστική — βολιστικός to be caught by the casting net fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)