μολυβδαίνα — μολυβδαίνᾱ , μολύβδαινα piece of lead fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδαινα — piece of lead fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδαινα — η (Α μολύθδαινα και μολίβδαινα, επικ. τ. μολυβδαίνη) 1. το τεμάχιο μολύβδου που προσδένεται στην άκρη τής ορμιάς για ταχύτερη καταβύθιση στο νερό, η μολυβήθρα 2. η στάθμη τών κτιστών, το μολύβδινο τεμάχιο που δένεται στο άκρο τού νήματος τού… … Dictionary of Greek
μολυβδαίνας — μολυβδαίνᾱς , μολύβδαινα piece of lead fem acc pl μολυβδαίνᾱς , μολύβδαινα piece of lead fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδαίναις — μολύβδαινα piece of lead fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδαίνης — μολύβδαινα piece of lead fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολυβδαίνῃ — μολύβδαινα piece of lead fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδαιναι — μολύβδαινα piece of lead fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μολύβδαιναν — μολύβδαινα piece of lead fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Molibdeno — (Del gr. molybdaina, derivado de molybdos, plomo.) ► sustantivo masculino QUÍMICA Metal pesado, quebradizo y difícil de fundir, usado en laboratorios para preparar ciertos reactivos, y en la industria para la fabricación de aceros. * * *… … Enciclopedia Universal
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek