- μηλό-σπορος
μηλό-σπορος, mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλό-σπορος, mit Apfelbäumen bepflanzt, Ἑσπερίδων ἀκτά, Eur. Hipp. 742.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενόσπορος — ον, Μ σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος, πυρό σπορος] … Dictionary of Greek
χειμόσπορος — ον, Α (για καρπό) αυτός που τόν σπέρνουν τον χειμώνα («χειμόσποροι πυροί», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα (βλ. λ. χειμώνας) + σπόρος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος, πρωΐ σπορος] … Dictionary of Greek
σιτόσπορος — ον, Α σιτόσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος] … Dictionary of Greek