- μοθωνικός
μοθωνικός, dem μόϑων eigen, ausgelassen, zügellos, καὶ ὑπότυφος ὁμιλία, Ion bei Plut. Pericl. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοθωνικός, dem μόϑων eigen, ausgelassen, zügellos, καὶ ὑπότυφος ὁμιλία, Ion bei Plut. Pericl. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μοθωνικός — μοθωνικός, ή, όν (Α) [μόθων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μόθωνα ή αυτός που προέρχεται από μόθωνα, αλαζονικός, προπετής 2. αυτός που είναι όμοιος με μόθωνα … Dictionary of Greek
μοθωνικήν — μοθωνικός like a fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)