μηλωτή

μηλωτή

μηλωτή, , Schaaffell, wie Schol. Ar. Vesp. 670 ἀργέλοφοι erkl. τῆς μηλωτῆς οἱ πόδες; Schaafpelz, Philem. bei Poll. 10, 176; auch ζώνη ἐκ δέρματος, Suid.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μηλωτῇ — μηλωτή sheepskin fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλωτή — sheepskin fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… …   Dictionary of Greek

  • μηλωτή — η 1. δέρμα προβάτου, η προβιά. 2. πανωφόρι από δέρμα ζώου, η γούνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηλωταῖς — μηλωτή sheepskin fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλωταί — μηλωτή sheepskin fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλωτῆς — μηλωτή sheepskin fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλωτήν — μηλωτή sheepskin fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηλωτάριος — μηλωτάριος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μηλωτή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μηλωτάριον ένδυμα από μηλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηλωτή (Ι) «προβιά» + κατάλ. άριος (πρβλ. μηχαν άριος)] …   Dictionary of Greek

  • милоть — ж. овчина , церк., др. русск. милотиɪа (Хож. игум. Дан. 45), ст. слав. милотиѩ (Супр.). Из греч. μηλωτή – то же; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 125; Маценауэр, LF 10, 325 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • овца — укр. вiвця, др. русск., ст. слав. овьца πρόβατον (Супр.), болг. овца, сербохорв. овца, мн. овце, словен. ovса, вин. оvсо̑, мн. оvсе̑ (см. Долобко, ZfslPh 3, 131), чеш. оvсе, слвц. оvса, польск. оwса, в. луж. wоwса, н. луж. wеjса. Праслав. *оvьса… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”