- παρ-εκ-δρομή
παρ-εκ-δρομή, ἡ, die Abschweifung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εκ-δρομή, ἡ, die Abschweifung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραδρομή — η, ΝΜΑ νεοελλ. απροσεξία, αβλεψία («λάθος εκ παραδρομής») μσν. (για χρόνο) παρέλευση, πέρασμα («μετὰ δὲ τὴν παραδρομὴν τούτων τῶν δέκα χρόνων», Διήγ. Αχιλλ.) αρχ.1. το να τρέχει κάποιος πλησίον ή παραπλεύρως ενός άλλου, δηλ. το να συνοδεύει και… … Dictionary of Greek