- βληχώνιον
βληχώνιον, τό, = βλήχων, spätere Form, Schol. Theocr. 5, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βληχώνιον, τό, = βλήχων, spätere Form, Schol. Theocr. 5, 56.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βληχώνι — το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, οῡς, η και γλήχων, ωνος και γληχώ, οῡς, ιων. τ. και γλάχων, ωνος και γλαχώ, οῡς δωρ. τ., Μ και βλήχων, ωνος, ο) το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (mentha pulegium), το φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης… … Dictionary of Greek
γληχούνι — και γλεχούνι, το το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων, μίνθη η πολιά, φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γληχώνιον, υποκορ. τού αρχ. γλήχων* (πρβλ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. τού αρχ. βλήχων)] … Dictionary of Greek