- βληχηθμός
βληχηθμός, ὁ, dasselbe, Ael. H. A. 5, 51; Nonn. D. 14, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βληχηθμός, ὁ, dasselbe, Ael. H. A. 5, 51; Nonn. D. 14, 157.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βληχηθμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχηθμόν — βληχηθμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek