- μολυβδο-κόπος
μολυβδο-κόπος, ὁ, Bleischläger, Inscr. 539.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδο-κόπος, ὁ, Bleischläger, Inscr. 539.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδοκόπος — μολυβδοκόπος, ό, ἡ (Α) αυτός που σφυρηλατεί πλάκες από μόλυβδο ή αυτός που γράφει αναθηματικές επιγραφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κόπος*] … Dictionary of Greek