- μολυβδο-φανής
μολυβδο-φανής, ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδο-φανής, ές, wie Blei erscheinend, aussehend, χρῶμα, Ath. IX, 391 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ναρθηκοφανής — ναρθηκοφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νάρθηκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρθηξ, ηκος + φανής (< θ. φαν τού φαίνομαι, πρβλ. αόρ. β ἐ φάν ην), πρβλ. ιππο φανής, μολυβδο φανής] … Dictionary of Greek
νεβροφανής — νεβροφανής, ές (Α) αυτός που φαίνεται σαν νεβρός, αυτός που μοιάζει με ελαφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + φανής (< θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην, αόρ. β τού φαίνομαι), πρβλ. μολυβδο φανής, χαλκο φανής] … Dictionary of Greek
ξυλοφανής — ξυλοφανής, ές (Α) 1. αυτός που δείχνει, που εμφανίζει ξύλο ή που φαίνεται ξύλινος 2. αυτός που μοιάζει με ξύλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + φανής (< φαίνω), πρβλ. μόλυβδο φανής] … Dictionary of Greek