- μολυβδο-τήξ
μολυβδο-τήξ, Blei schmelzend, Theogn. B. A. 1340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδο-τήξ, Blei schmelzend, Theogn. B. A. 1340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραμοτήξ — κεραμοτήξ, ῆγος, ὁ (Μ) κεραμέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + τήξ (< τήκω), πρβλ. μολυβδο τήξ] … Dictionary of Greek
μολυβδοτήξ — μολυβδοτήξ, ῆκος, ὁ (ΑΜ, Α και μολιβδοτήξ, ῆκος και μολιβδότηξ, ηκος) αυτός που τήκει τον μόλυβδο, ο εργάτης που λειώνει το μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + τήξ (< τήκω), πρβλ. κεραμο τήξ] … Dictionary of Greek