- μολυβδό-δετος
μολυβδό-δετος, mit Blei gebunden, umzogen, Poll. 6, 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδό-δετος, mit Blei gebunden, umzogen, Poll. 6, 88.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πηρόδετος — ον, Α (για ιμάντα, λουρί) αυτός με τον οποίο δένεται η πήρα («πηρόδετος ἱμάς», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πήρα «δερμάτινος σάκος» + δετος (< δέω / δῶ «δένω»), πρβλ. μολυβδό δετος, παγό δετος] … Dictionary of Greek
μολυβδόδετος — και μολιβδόδετος, ον (Α) δεμένος, στερεωμένος με μόλυβδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + δετός (< δέω (ΙΙ) «δένω»), πρβλ. κισσό δετος, χαλκό δετος] … Dictionary of Greek