- μολυβδωτός
μολυβδωτός, verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδωτός, verblei't, mit Blei gelöthet, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μολυβδωτός — ή, ό (Α μολυβδωτός, ή, όν) [μολυβδώνω] αυτός που έχει επικαλυφθεί ή κολληθεί ή περιδεθεί με μόλυβδο νεοελλ. ο κατασκευασμένος από μόλυβδο … Dictionary of Greek
μολυβωτός — ή, ο [μολυβώνω] μολυβδωτός … Dictionary of Greek