μολυσμός

μολυσμός

μολυσμός, , das Besudeln, die Befleckung; Plut. phil. c. princ. E.; N. T.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μολυσμός — μολυσμός, ὁ (ΑΜ [μολύνω] μόλυνση, μίανση μσν. αμάρτημα …   Dictionary of Greek

  • μολυσμός — defilement masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμοῖς — μολυσμός defilement masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμοί — μολυσμός defilement masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμοῦ — μολυσμός defilement masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμούς — μολυσμός defilement masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμῶν — μολυσμός defilement masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμῷ — μολυσμός defilement masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυσμόν — μολυσμός defilement masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολύνω — (ΑΜ μολύνω) 1. ρυπαίνω, σπιλώνω, κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω («πηλῷ μολύνοντες... καὶ ξηραίνοντες ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. μτφ. διαφθείρω κάποιον ηθικά ή πνευματικά, εξαχρειώνω, εκφαυλίζω («ἡ συνείδησις αὐτῶν ἀσθενὴς οὖσα μολύνεται», ΚΔ) 3. (για ιερά …   Dictionary of Greek

  • φυρμός — ὁ, ΜΑ [φύρω] 1. ανακάτεμα, σύγχυση («Πάντα ἕστηκεν ἀσύγχυτα καὶ παντός ἐλεύθερα φυρμοῡ», Μάξ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «φυρμός μολυσμός, ῥύπος, μίασμα» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”