- νοητικός
νοητικός, zum Begreifen, Denken geschickt; ψυχή, Arist. gen. an. 2, 3; eth. 6, 2; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοητικός, zum Begreifen, Denken geschickt; ψυχή, Arist. gen. an. 2, 3; eth. 6, 2; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νοητικός — intellectual masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικός — ή, ό (ΑΜ νοητικός, ή, όν) [νοητός] 1. ικανός να νοεί, να συλλαμβάνει με τον νου 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νοητικό(ν) η δύναμη τής διάνοιας, η νόηση νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νόηση («νοητικές λειτουργίες») μσν. το ουδ. ως ουσ. αίνιγμα … Dictionary of Greek
νοητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη νόηση: Νοητική λειτουργία. 2. αυτός που μπορεί να νοεί: Ο άνθρωπος είναι ζώο νοητικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νοητικός χάρτης — Νοητική εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου την οποία διαμορφώνει σταδιακά ένας άνθρωπος ανάλογα με την εκπαίδευσή του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Ο όρος αυτός συνδέεται με το εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
νοητικά — νοητικός intellectual neut nom/voc/acc pl νοητικά̱ , νοητικός intellectual fem nom/voc/acc dual νοητικά̱ , νοητικός intellectual fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικῶν — νοητικός intellectual fem gen pl νοητικός intellectual masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικόν — νοητικός intellectual masc acc sg νοητικός intellectual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικαῖς — νοητικός intellectual fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικαί — νοητικός intellectual fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικοῖς — νοητικός intellectual masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητικοί — νοητικός intellectual masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)