νοητός — falling within the province of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητός — ή, ό (ΑΜ νοητός, ή, όν, Α δωρ. τ. νοατός, ή, όν [νοώ] αυτός που μπορεί να νοηθεί, να γίνει καταληπτός με τον νου, ο προσιτός στη διάνοια νεοελλ. 1. κατανοητός 2. αυτός που υπάρχει μόνο στον νου, ιδεατός, νοερός, σε αντιδιαστολή, προς τον αισθητό … Dictionary of Greek
νοητός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται με το νου αντιληπτός, κατανοητός (αντίθ. ακατανόητος): Δεν είναι νοητή η ύπαρξη ζωής χωρίς οξυγόνο. 2. αυτός που υπάρχει μόνο στο νου (όχι στην πραγματικότητα), φανταστικός: Ο νοητός άξονας τηςΓης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόσμος νοητός — (kosmos noetos) (греч.) космос мыслимый (интеллигибельный). В неоплатонизме мир самодовлеющих идей, прообразов. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв … Философская энциклопедия
Τόπος νοητός — (topos noetos) (греч.) мыслимое место. Умопостигаемое пространство, в котором находятся эйдосы (Платон). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г.… … Философская энциклопедия
νοητά — νοητός falling within the province of neut nom/voc/acc pl νοητά̱ , νοητός falling within the province of fem nom/voc/acc dual νοητά̱ , νοητός falling within the province of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητῶν — νοητός falling within the province of fem gen pl νοητός falling within the province of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητόν — νοητός falling within the province of masc acc sg νοητός falling within the province of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηταῖς — νοητός falling within the province of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοηταί — νοητός falling within the province of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοητοῖς — νοητός falling within the province of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)