- νηο-σόος
νηο-σόος u. poet. νηοσσόος, Schiffe rettend, schützend, Ap. Rh. 1, 570. 2, 927; Nonn. D. 33, 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηο-σόος u. poet. νηοσσόος, Schiffe rettend, schützend, Ap. Rh. 1, 570. 2, 927; Nonn. D. 33, 136.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σώος — α, ο / σῶος, ώα, ον, ΝΜΑ, και σῶς, σῶν κ. ιων. τ. σόος, η, ον και σᾱος, ον, Α αυτός που δεν έχει υποστεί κακό, βλάβη ή ατύχημα, αβλαβής, ακέραιος, άρτιος αρχ. 1. (για χρηματικό ποσό) αμείωτος («χρυσὸς δὲ σῶς ὃν ἦλθεν ἐκ Τροίας ἔχων», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
πολισσόος — ον, Α αυτός που φυλάγει πόλη ή πόλεις, προστάτης πόλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + σσόος (< σόος, επ. τ. τού επιθ. σῶος «ασφαλής, υγιής»), πρβλ. νηο (σ)σόος, ξενο σσόος. Τα συνθ. αυτού τού τύπου έχουν δεχθεί την επίδραση τών συνθ. σε σόος (<… … Dictionary of Greek
λαοσσόος — (I) λαοσσόος, ον, θηλ. και λαοσσοοῡσα (Α) 1. αυτός που υποκινεί ή ξεσηκώνει τον λαό («ὦρτο δ Ἔρις κρατερή λαοσσόος», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) το θηλ. λαοσσοοῡσα προσωνυμία τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαο * + σσόος (< σεύομαι «παρακινώ»),… … Dictionary of Greek
μηλοσσόος — μηλοσσόος, ον (Α) αυτός που φυλάει ή προστατεύει τα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + σσόος (< σόος, ιων. τ. τού επιθ. σῶος «σωτήριος, υγιής», πρβλ. νηο σσόος, τεκνο σσόος). Τα σύνθ. αυτού τού τύπου πιθ. να σχηματίστηκαν υπό την… … Dictionary of Greek