- βληστρίζω
βληστρίζω, hin- u. herwerfen, Medic.; auch med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βληστρίζω, hin- u. herwerfen, Medic.; auch med.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βληστρίζω — (Α) φρ. «βληστρίζω ἐμαυτόν» ρίχνομαι εδώ κι εκεί, παραδέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ.) *βλήστρον < (ρίζα) βλη τού βάλλω + (επίθημ.) τρον (βλ. αμφίβληστρον)] … Dictionary of Greek
βληστρίζει — βληστρίζω toss about pres ind mp 2nd sg βληστρίζω toss about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβλήστριζον — βληστρίζω toss about imperf ind act 3rd pl βληστρίζω toss about imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζεσθαι — βληστρίζω toss about pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζοντες — βληστρίζω toss about pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζωνται — βληστρίζω toss about pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζοντ' — βληστρίζοντα , βληστρίζω toss about pres part act neut nom/voc/acc pl βληστρίζοντα , βληστρίζω toss about pres part act masc acc sg βληστρίζοντι , βληστρίζω toss about pres part act masc/neut dat sg βληστρίζοντι , βληστρίζω toss about pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)