- νηο-πόλος
νηο-πόλος, ion. für ναοπόλος, der sich im Tempel aufhält und beschäftigt, Tempeldiener, Priester, Hes. Th. 991 u. sp. D., ἱερεῖς, Maneth. 4, 427.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νηο-πόλος, ion. für ναοπόλος, der sich im Tempel aufhält und beschäftigt, Tempeldiener, Priester, Hes. Th. 991 u. sp. D., ἱερεῖς, Maneth. 4, 427.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… … Dictionary of Greek
πολοδόκη — η, Ν σιδερένια πλάκα στην οποία προσαρμόζεται άξονας βαριού αντικειμένου που περιστρέφεται οριζόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλος + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόκη, νηο δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek