- νομαῖος
νομαῖος, von der Weide, auf der Weide lebend, χίμαρος νομαία, ἡ ἐκ τῆς νομῆς, Suid. aus Theodorid. 4 (VI, 157).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομαῖος, von der Weide, auf der Weide lebend, χίμαρος νομαία, ἡ ἐκ τῆς νομῆς, Suid. aus Theodorid. 4 (VI, 157).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
νομαίος — νομαῑος, αία, ον (Α) 1. νομαδικός, ποιμενικός 2. αυτός που μεγαλώνει στα βοσκοτόπια, στα λιβάδια 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νομαῑα η αμοιβή για τη βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομός / νομή + κατάλ. αῖος (πρβλ. πυργ αίος] … Dictionary of Greek
νόμαιος — νόμαιος, αία, ον (Α) 1. αυτός που καθορίζεται από τον νόμο, νόμιμος 2. συνηθισμένος 3. (το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ νόμαια τα έθιμα, οι συνήθειες, τα νόμιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + κατάλ. αιος (πρβλ. γύν αιος)] … Dictionary of Greek
νομαῖος — shepherd s masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίων — νόμαιος customary fem gen pl νόμαιος customary masc/neut gen pl νομαί̱ων , νομαῖος shepherd s fem gen pl νομαί̱ων , νομαῖος shepherd s masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαῖον — νομαῖος shepherd s masc acc sg νομαῖος shepherd s neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίη — νόμαιος customary fem nom/voc sg (epic ionic) νομαί̱η , νομαῖος shepherd s fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίης — νόμαιος customary fem gen sg (epic ionic) νομαί̱ης , νομαῖος shepherd s fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίοισι — νόμαιος customary masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) νομαί̱οισι , νομαῖος shepherd s masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίου — νόμαιος customary masc/neut gen sg νομαί̱ου , νομαῖος shepherd s masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίους — νόμαιος customary masc acc pl νομαί̱ους , νομαῖος shepherd s masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νομαίῳ — νόμαιος customary masc/neut dat sg νομαί̱ῳ , νομαῖος shepherd s masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)