- βομβήεις
βομβήεις, εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βομβήεις, εσσα, εν, summend, μέλισσα Ep. ad. 467 (Plan. 74); brausend, κῦμα Nonn. D. 3, 32.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βομβήεις — βομβήεις, εσσα, εν (Α) [βόμβος] ο γεμάτος βόμβο … Dictionary of Greek
βομβήεντα — βομβήεις neut nom/voc/acc pl βομβήεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβήεντι — βομβήεις masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βομβήεσσα — βομβήεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek