- μονίας
μονίας, ὁ, einsam; Ael. H. A. 15, 3; βίος, Ar. bei Eust. 1409, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονίας, ὁ, einsam; Ael. H. A. 15, 3; βίος, Ar. bei Eust. 1409, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονίας — μονίας, ὁ (ΑΜ) μσν. αυτός που διάγει μοναχικό βίο, μονήρης, μοναχικός αρχ. 1. ονομασία τού μήνα Ιανουαρίου 2. (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek
μονίας — μονίᾱς , μονία changelessness fem acc pl μονίᾱς , μονία changelessness fem gen sg (attic doric aeolic) μονίᾱς , μονίας solitary masc acc pl μονίᾱς , μονίας solitary masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιάς — ο [μονιά] 1. λύκος που παραμονεύει και ενεδρεύει στο ίδιο μέρος για να αρπάζει ζώα, και ιδίως πρόβατα, από τα κοπάδια 2. πρωτότοκο λυκόπουλο 3. φρ. «παλιός μονίας» άνθρωπος πολύ πανούργος ή άνθρωπος πολύ έμπειρος, αλλ. γερόλυκος … Dictionary of Greek
μονία — μονίᾱ , μονία changelessness fem nom/voc/acc dual μονίᾱ , μονία changelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μονίᾱ , μονίας solitary masc nom/voc/acc dual μονίας solitary masc voc sg μονίᾱ , μονίας solitary masc voc sg (attic) μονίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίαι — μονίᾱͅ , μονία changelessness fem dat sg (attic doric aeolic) μονίας solitary masc nom/voc pl μονίᾱͅ , μονίας solitary masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίαν — μονίᾱν , μονία changelessness fem acc sg (attic doric aeolic) μονίᾱν , μονίας solitary masc acc sg (attic epic doric aeolic) μονίας solitary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίᾳ — μονίᾱͅ , μονία changelessness fem dat sg (attic doric aeolic) μονίαι , μονίας solitary masc nom/voc pl μονίᾱͅ , μονίας solitary masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κιτρολέ(ι)μονο — το ο καρπός τής κιτρολε(ϊ)μονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λέ(ι)μονο (< λε(ϊ)μόνι), πρβλ. γλυκο λέ(ι)μονο, ξυνο λέ(ι)μονο] … Dictionary of Greek
μονιῶν — μονία changelessness fem gen pl μονίας solitary masc gen pl μονιός solitary masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίηι — μονίῃ , μονία changelessness fem dat sg (epic ionic) μονίῃ , μονίας solitary masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίην — μονία changelessness fem acc sg (epic ionic) μονίας solitary masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)