- μονία
μονία, ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονία, ἡ, Einsamkeit, einsames Leben, Empedocl. 24, l. d., u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονία — μονίᾱ , μονία changelessness fem nom/voc/acc dual μονίᾱ , μονία changelessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) μονίᾱ , μονίας solitary masc nom/voc/acc dual μονίας solitary masc voc sg μονίᾱ , μονίας solitary masc voc sg (attic) μονίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίᾳ — μονίᾱͅ , μονία changelessness fem dat sg (attic doric aeolic) μονίαι , μονίας solitary masc nom/voc pl μονίᾱͅ , μονίας solitary masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονία — (I) μονία και ιων. τ. μονίη, ἡ (Α) κατάσταση ακινησίας ή αταραξίας, σταθερότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την ετεροιωμένη βαθμίδα μον τού μένω* (πρβλ. μονή), κατ απόσπαση από τα σύνθ. εμμονίη καταμονίη,]. (II) μονία, ἡ (ΑΜ, Α ιων. τ. μονίη) [μόνος] το να ζει … Dictionary of Greek
μονιά — η 1. φωλιά άγριων ζώων («στα απόκρημνα βουνά υπάρχουν μονιές αλεπούδων και λύκων») 2. (κατ επέκτ.) τόπος διαμονής, κατοικία («που ναι για θεούς αξιότερη μονιά». Βάρν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μονία < μόνος] … Dictionary of Greek
μονιά — η 1. μοναχική κατοικία: Όλη μέρα τριγυρίζει και το βράδυ επιστρέφει στη μονιά του. 2. η φωλιά αγριμιού: Η μονιά των άγριων ζώων είναι στο δάσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιτρολε(ϊ)μονιά — η 1. φυσικό υβρίδιο τής λεμονιάς που παράγει καρπούς οι οποίοι μοιάζουν με κίτρα αλλά έχουν χυμό και άρωμα λεμονιού 2. χαρακτηρισμός αγαπημένης γυναίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίτρο + λε(ϊ)μονιά] … Dictionary of Greek
μονίας — μονίᾱς , μονία changelessness fem acc pl μονίᾱς , μονία changelessness fem gen sg (attic doric aeolic) μονίᾱς , μονίας solitary masc acc pl μονίᾱς , μονίας solitary masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίαι — μονίᾱͅ , μονία changelessness fem dat sg (attic doric aeolic) μονίας solitary masc nom/voc pl μονίᾱͅ , μονίας solitary masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίαν — μονίᾱν , μονία changelessness fem acc sg (attic doric aeolic) μονίᾱν , μονίας solitary masc acc sg (attic epic doric aeolic) μονίας solitary masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονιῶν — μονία changelessness fem gen pl μονίας solitary masc gen pl μονιός solitary masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονίην — μονία changelessness fem acc sg (epic ionic) μονίας solitary masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)