- μηνίτης
μηνίτης, ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνίτης, ὁ, der Zürnende, Arr. Epict. 4, 5, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηνιτής — μηνιτής, και μηνίτης, ὁ (Α) αυτός που είναι γεμάτος οργή, ο οργίλος, ο θυμωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μηνιτής < μηνίω, ενώ ο τ. μηνίτης < μῆνις «οργή, θυμός» + επίθημα ίτης (πρβλ. σελην ίτης)] … Dictionary of Greek
μηνιτής — wrathful man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)