- παρ-εγ-γλύφω
παρ-εγ-γλύφω, dabei eingraben, einschneiden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-εγ-γλύφω, dabei eingraben, einschneiden, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παραγλύφω — Α 1. παραχαράσσω («ἤ τῶν παραγλυφόντων τὰς σφραγίδας», Διόδ.) 2. αποξέω σχηματίζοντας κοίλωμα, κοιλαίνω με λάξευση («παραγλύψαντα χρὴ τοῡ ὀστέου ἐνέδρην τῷ μοχλῷ ἀσφαλέα ποιῆσαι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γλύφω «λαξένω, σκαλίζω»] … Dictionary of Greek
αναγλύφω — (Α ἀναγλύφω) σκαλίζω σκληρή επιφάνεια κοσμώντας την με ανάγλυφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γλύφω. ΠΑΡ. αναγλυφή, ανάγλυφος] … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek
κολάπτω — (Α κολάπτω) 1. (για πτηνά) τσιμπώ ή τρυπώ ή σκαλίζω με το ράμφος (α. «κολάψασα ἐξέλεψεν τὸν νεοσσόν», Ιπποκρ. β. «τὸν ἀετὸν αὐτῷ παρακαταστήσας τὸ ἧπαρ ὁσημέραι κολάψοντα», Λουκιαν.) 2. χαράσσω γλυπτό με μυτερό όργανο, σκαλίζω με τη σμίλη, γλύφω… … Dictionary of Greek