νηνέω

νηνέω

νηνέω, = νηέω, αἶψα δέ οἱ μενοεικέα νήνεον ὕλην, Il. 23, 139, wo jetzt νήεον gelesen wird, vgl. die compp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νηνέω — (Α) (εκτεταμένος επικ. τ.) σωρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρεκτεταμένο ενεστ. που έχει σχηματιστεί πιθ. με αττ. διπλασιασμό από το ρ. νέω (III). Ο τ. απαντά στον πρτ. ἐνήνεον και, κατ άλλους, πρόκειται για εσφ. μορφή τού νήεον] …   Dictionary of Greek

  • επινηνέω — ἐπινηνέω (Α) συσσωρεύω («οἱ δὲ σιωπῇ νεκροὺς πυρκαϊῆς ἐπενήνεον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νηνέω «συσσωρεύω». Πρόκειται μάλλον για παρεφθαρμένο τ. τού νηέω, παράλλ. αρχαιότερο τ. τού νέω (II) «συσσωρεύω»] …   Dictionary of Greek

  • νηέω — και δωρ. τ. ναέω (Α) (επκ. εκτετ. τ.) 1. επισωρεύω, στοιβάζω, σωριάζω («ἐπ αὐτῶν νήησαν ξύλα πολλά», Ομ. Οδ.) 2. (γενικά) συσσωρεύω 3. (και το μέσ.) φορτώνω, γεμίζω («νῆα ἅλις χρυσοῡ καὶ χαλκοῡ νηησάσθω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

  • παρανηνέω — Α (επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νηνέω «σωρεύω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”