- μον-άλυσις
μον-άλυσις, ἡ, einfache Kette, Poll. 10, 167.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-άλυσις, ἡ, einfache Kette, Poll. 10, 167.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονάλυσις — μονάλυσις, εως, ἡ (Α) η μόνη αλυσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἅλυσις (πρβλ. χειρο άλυσις)] … Dictionary of Greek