- μον-άμπυξ
μον-άμπυξ, υκος, mit einem Stirnbande, das einzelne Roß, bes. das Rennpferd, μονάμπυκας πώλους, Eur. Alc. 430, μοναμπύκων ἄναξ, Suppl. 680.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μον-άμπυξ, υκος, mit einem Stirnbande, das einzelne Roß, bes. das Rennpferd, μονάμπυκας πώλους, Eur. Alc. 430, μοναμπύκων ἄναξ, Suppl. 680.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek