μονάς — solitary fem nom sg μονά̱ς , μονή abiding fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάς — η (ΑΜ μονάς, άδος) βλ. μονάδα … Dictionary of Greek
μονᾶς — μονᾶ̱ς , μονάζω to be alone fut ind act 2nd sg (doric) μονή abiding fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνας — μόνᾱς , μόνος alone fem acc pl μόνᾱς , μόνος alone fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονά — μονάς solitary fem voc sg μονά̱ , μονή abiding fem nom/voc/acc dual μονά̱ , μονή abiding fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάδα — μονάς solitary fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάδας — μονάς solitary fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάδες — μονάς solitary fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάδι — μονάς solitary fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάδος — μονάς solitary fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονάδων — μονάς solitary fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)