θεσμοθέτης — ο, θηλ. θεσμοθέτις, ιδος (ΑΜ θεσμοθέτης, θηλ. θεσμοθέτις) αυτός που εισάγει και καθιερώνει θεσμούς ή που συντάσσει νόμους και επιβάλλει την τήρηση τους αρχ. 1. (το αρσ. πληθ.) οἱ θεσμοθέται οι έξι από τους εννέα ενιαυσιους άρχοντες τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
κοσμοθέτης — κοσμοθέτης, ὁ (Α) ο κυβερνήτης τού κόσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + θέτης (< τίθημι), πρβλ. αθλο θέτης, νομο θέτης] … Dictionary of Greek
χαρτοθέτης — ο, θηλ. χαρτοθέτρια, Ν 1. (παλαιότερα) εργάτης τυπογραφείου που τροφοδοτούσε με φύλλα χαρτιού το πιεστήριο κατά την εκτύπωση 2. χαρτοθήκη ζωγράφων ή σχεδιαστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + θέτης (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θέτης. Η λ.… … Dictionary of Greek
παρεμβολοθέτης — ὁ, Α αυτός που ορίζει στρατόπεδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβολή + θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομο θέτης] … Dictionary of Greek
σημειοθέτης — ο, Ν (καλ. τέχν.) ειδικό μετρητικό όργανο που μεταφέρει όλα τα σημεία ενός προπλάσματος στο ακατέργαστο μάρμαρο το οποίο θα χρησιμοποιήσει ο γλύπτης, κν. πονταδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημείο + θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομο θέτης] … Dictionary of Greek
σιτοθέτης — ὁ, Α αξιωματούχος που ήταν αρμόδιος για τον εφοδιασμό περιοχής με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + θέτης (< τίθημι), πρβλ. νομο θέτης] … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek
χειροθετώ — χειροθετῶ, έω, ΝΜΑ ενεργώ χειροθεσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + θετῶ (< θέτης < θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θετῶ] … Dictionary of Greek
Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… … Dictionary of Greek
μοιροθεσία — μοιροθεσία, ἡ (Α) προσδιορισμός τών γεωγραφικών μοιρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῖρα + θεσία (< θέτης < τίθημι), πρβλ. νομο θεσία, υιο θεσία] … Dictionary of Greek
ναρκοθετώ — 1. τοποθετώ νάρκες 2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + θετώ (< θέτης) πρβλ. ιστο θετώ, νομο θετώ] … Dictionary of Greek