- μονο-λόγιστος
μονο-λόγιστος, allein überlegt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-λόγιστος, allein überlegt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονολόγιστος — μονολόγιστος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει έναν μόνο συλλογισμό, αυτός που αποβλέπει σε ένα πράγμα και σκέπτεται μόνο αυτό αρχ. αυτός που εκφράζεται με έναν συλλογισμό. επίρρ... μονολογίστως (ΑΜ) μσν. με απλότητα στην έκφραση αρχ. με έναν μόνο… … Dictionary of Greek
λογιστικός — ή, ό (Α λογιστικός, ή, όν) [λογιστός] ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία») 2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική… … Dictionary of Greek