- μονο-βάλανος
μονο-βάλανος, κλείς, Schlüssel mit einem Haken, den Riegel aufzuschieben, Suid., Schol. Ar. Th.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-βάλανος, κλείς, Schlüssel mit einem Haken, den Riegel aufzuschieben, Suid., Schol. Ar. Th.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεντεβάλανος — ον, Α αυτός που έχει πέντε βαλάνους, δηλ. πέντε καρφιά ή τεμάχια σιδήρου τα οποία περνούν μέσα από την οπή τού ξύλινου μοχλού, τής αμπάρας τής θύρας, και τόν στερεώνουν στην παραστάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε (βλ. πεντα ) + βάλανος (πρβλ. μονο… … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… … Dictionary of Greek
μονοβάλανος — μονοβάλανος, ον (Α) (για κλειδί) αυτός που έχει μία μόνο βάλανο. [ΕΤΥΜΟΛ < μον(ο) * + βάλανος «σίδερο που τοποθετείται στον μοχλό της θύρας»] … Dictionary of Greek