μονο-μάχος

μονο-μάχος

μονο-μάχος, einzeln kämpfend, allein, einen Zweikampf bestehend; Aesch. Spt. 780; δόρυ, ἀσπίς, Eur. Phoen. 1335 Heracl. 819; auch gladiator, Luc. Demon. 57; Hdn.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθυμάχος — εὐθυμάχος, ον (Α) ο ευθυμάχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + μάχος (< μάχομαι) πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] …   Dictionary of Greek

  • θηριομάχος — ο (Α θηριομάχος) αυτός που παλεύει με άγρια θηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + μαχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πρό μαχος] …   Dictionary of Greek

  • θρασύμαχος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Ρήτορας και σοφιστής. Καταγόταν από τη Χαλκηδόνα, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Αθήνα. Ήταν σύγχρονος του Σωκράτη. Αρχικά ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία, αργότερα όμως περιορίστηκε στη διδασκαλία… …   Dictionary of Greek

  • θυραμάχος — θυραμάχος, ον (Α) αυτός που χτυπά τις πόρτες, που επιτίθεται κατά τών θυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ναυ μάχος] …   Dictionary of Greek

  • ιθυμάχος — ἰθυμάχος, ον (Α) 1. αυτός που μάχεται δίκαια και τίμια 2. αυτός που μάχεται σε ανοιχτό πεδίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος, πυγ μάχος] …   Dictionary of Greek

  • κορυνομάχος — κορυνομάχος, ὁ (Α) αυτός που μάχεται με κορύνη, με ρόπαλο, ροπαλοφόρος πολεμιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + μάχος (< μάχη), πρβλ. μονο μάχος, ξιφο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • τηλεμάχος — Ομηρικός ήρωας, γιος του Οδυσσέα και της Πηνελόπης. Όταν ο Οδυσσέας ξεκίνησε για την εκστρατεία της Τροίας, ο Τ. ήταν μωρό. Όταν έγινε 20 χρονών, η Αθηνά τον προέτρεψε να πάει να βρει τον πατέρα του. Πραγματικά, ο Τ. ξεκίνησε με τη συνοδεία της… …   Dictionary of Greek

  • νεομάχος — νεομάχος, ὁ (Μ) αυτός που εμφανίστηκε ως μαχητής πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • πυγμάχος — ο, ΝΜΑ ο αθλητής που ασχολείται με την πυγμαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύξ + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • ωκυμάχος — ον, Α αυτός που μάχεται ένθερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχος] …   Dictionary of Greek

  • κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”