- μονο-μάχιον
μονο-μάχιον, τό, bei Her. 6, 92 v. l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-μάχιον, τό, bei Her. 6, 92 v. l. für μονομαχία, u. Sp., wie Luc. Mer. Dial. 13. – Auch = μονομαχοτροφεῖον, vgl. Lob. Phryn. 518.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ιδρομάχιον — ἱδρομάχιον, τὸ (Μ) χοντρό ύφασμα που τοποθετείται στη ράχη τών ζώων κάτω από το σαμάρι, το σαμαροσκούτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + μαχιον (< μάχομαι), πρβλ. μονο μάχιον, τρι(χο) μάχιον] … Dictionary of Greek
οστομάχιον — ὀστομάχιον, τὸ (Α) παιχνίδι που παιζόταν με δεκατέσσερεις πεσσούς διαφόρων σχημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + μάχιον (< μάχος < μάχομαι), πρβλ. μονο μάχιον] … Dictionary of Greek