- μονο-είμων
μονο-είμων, ον, nur ein Kleid tragend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-είμων, ον, nur ein Kleid tragend, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονοείμων — μονοείμων, ον (Α) αυτός που έχει ή αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + είμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. κακο είμων, μεγαλο είμων] … Dictionary of Greek
μονείμων — και μονοείμων, ον (Μ) αυτός που φορά ένα μόνο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονείμων* + φορῶ (< φόρος)].[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ειμων (< εἶμα «ένδυμα»), πρβλ. μελαν είμων] … Dictionary of Greek