- μονο-κοίλιος
μονο-κοίλιος, mit einer Bauchhöhle, Arist. H. A. 1, 17 Gen. an. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-κοίλιος, mit einer Bauchhöhle, Arist. H. A. 1, 17 Gen. an. 3, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοκοίλιος — θερμοκοίλιος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει θερμή κοιλιά, θερμό στομάχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + κοίλιος < κοιλία (πρβλ. εγ κοίλιος, μονο κοίλιος)] … Dictionary of Greek
μονοκοίλιος — μονοκοίλιος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο στόμαχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κοιλία (πρβλ. σκληρο κοίλιος] … Dictionary of Greek