- μονο-γαμέω
μονο-γαμέω, nur eine Frau heirathen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-γαμέω, nur eine Frau heirathen, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek