- μονο-κόνδυλος
μονο-κόνδυλος, mit einem Gelenke, Arist. H. A. 1, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-κόνδυλος, mit einem Gelenke, Arist. H. A. 1, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετακόνδυλοι — μετακόνδυλοι, οι (Α) 1. οι τελευταίες φάλαγγες τών δακτύλων μαζί με τις αρθρώσεις τους, τους αρμούς, τα κότσια («τὰ ὀστᾱ τῶν δακτύλων σκυταλίδες καὶ φάλαγγες τὰ δὲ πρῶτα ἄρθρα προκόνδυλοι τὰ δὲ ἑξῆς κόνδυλοι τὰ δὲ τελευταῑα μετακόνδυλοι», Ρούφ.)… … Dictionary of Greek
ρυποκόνδυλος — ον, Α 1. (ιδίως για κάποιον που μιμείται τους Λάκωνες) αυτός που έχει ακάθαρτους κονδύλους, ρυπαρές αρθρώσεις δακτύλων 2. συνεκδ. γλίσχρος, πενιχρός, ελλιπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος + κόνδυλος (πρβλ. μονο κόνδυλος)] … Dictionary of Greek
κορμός — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
κόρμος — Το φυτικό σώμα των κορμοφύτων, το οποίο περιλαμβάνει τη ρίζα, τον βλαστό και τα φύλλα. Η ρίζα στηρίζει το φυτό στο υπόστρωμα και του παρέχει νερό και θρεπτικά συστατικά, ο βλαστός φέρει τα φύλλα, τα άνθη και τους καρπούς, ενώ τα φύλλα, τέλος,… … Dictionary of Greek
μονοκόνδυλος — μονοκόνδυλος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από έναν μόνο κόνδυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κόνδυλος «αρμός, κόμπος» (πρβλ. ρυπο κόνδυλος)] … Dictionary of Greek