μονο-κρατία

μονο-κρατία

μονο-κρατία, , = Folgdm, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαινομενοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία υπάρχουν μόνο φαινόμενα, γεγονότα δηλαδή που σημειώθηκαν στο χρόνο ή στο διάστημα, και μπορούν να γίνουν αντικείμενα εμπειρίας. Επειδή το άμεσο αντικείμενο της εμπειρίας είναι πάντοτε μία παράσταση, η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

  • θανατοκρατία — η η θεωρία τού Χαίκελ κατά την οποία μετά τον θάνατο εξαφανίζονται όχι μόνο οι ζωικές λειτουργίες και ιδιότητες αλλά και η λεγομένη ψυχή τού ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία, λαο κρατία] …   Dictionary of Greek

  • ολοκρατία — θεωρία μεταφυσική και ηθική. Από μεταφυσική άποψη η θεωρία αυτή ταυτίζεται μερικές φορές με τον πανθεϊσμό. Ορισμένοι την κατατάσσουν ανάμεσα στο μονισμό και την πολυαρχία. Από ηθική άποψη, η ο. υποστηρίζει ότι το αντικείμενο της ανθρώπινης ηθικής …   Dictionary of Greek

  • πιθανοκρατία — η, Ν (φιλοσ.) 1. το αξίωμα που διατυπώνεται συνήθως από σκεπτικιστές για την ανθρώπινη γνώση, κατά το οποίο η ανθρώπινη γνώση έχει μόνο αξία πιθανότητας, γιατί η απόλυτη αλήθεια δεν μπορεί να γίνει γνωστή 2. (ηθ.) η αρχή που διατυπώθηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκρατία — η 1. απόλυτη και δεσποτική εξουσία 2. (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη κατά την οποία υπάρχει μόνο το εγώ, ο εαυτός μας, που περιλαμβάνει όλον τον κόσμο και όλα όσα υπάρχουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κρατία < κράτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889… …   Dictionary of Greek

  • γραφειοκρατία — Όρος που εκφράζει τη διεκπεραίωση των διοικητικών υποθέσεων από γραφεία ή τμήματα των δημόσιων υπηρεσιών από ένα ιεραρχικά οργανωμένο σύνολο ατόμων που ασκούν αυτή τη λειτουργία ως επάγγελμα. Η λέξη αποτελεί την απόδοση στην ελληνική γλώσσα του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”