- μονο-χάλῑνος
μονο-χάλῑνος, mit einem Zügel, Schol. Pind. Ol. 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μονο-χάλῑνος, mit einem Zügel, Schol. Pind. Ol. 5, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
μονοχάλινος — μονοχάλινος, ον (Α) αυτός που έχει ένα μόνο χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + χαλινός (πρβλ. αργυρο χάλινος, χρυσο χάλινος)] … Dictionary of Greek
Μάλθους, Τόμας Ρόμπερτ — (Thomas Robert Malthus, Ντόρκιν, Σάρεϊ 1766 – Χεϊλιμπέρι, Χέρτφορντ 1834). Άγγλος οικονομολόγος. Ήταν ο δευτερότοκος γιος από τα οκτώ παιδιά του Ντάνιελ Μάλθους, ενός επαρχιακού ευγενούς. Σπούδασε στο Κολέγιο του Ιησού στο Πανεπιστήμιο του… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek